ἀναστενάζει

ἀναστενάζει
ἀναστενάζω
didst
pres ind mp 2nd sg
ἀναστενάζω
didst
pres ind act 3rd sg
ἀναστενάζω
didst
pres ind mp 2nd sg
ἀναστενάζω
didst
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαρυστέναχτος — η, ο (ΑΜ βαρυστένακτος, ον) αυτός που αναστενάζει βαθιά …   Dictionary of Greek

  • Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… …   Dictionary of Greek

  • αναστεναγμός — αναστεναγμός, ο και αναστέναγμα, το και αναστένασμα, το, ατος το να αναστενάζει κανείς: Συχνά άκουαν κι οι γείτονες τους αναστεναγμούς της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στενακτικός — στενακτικός, ή, ό και στεναχτικός, ή, ό αυτός που αναστενάζει ή προκαλεί στεναγμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριουδάκι — το υποκορ. του χωριό μικρό χωριό: Θυμάται το χωριουδάκι του κι αναστενάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”